- καβαλιστής
- καβαλιστής, ο θηλ. -ίστρια ο οπαδός του καβαλισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αβραάμ Αμπουλαφία μπεν Σαμουήλ — (Τολέδο ή Σαραγόσα 1240 – 1292).Ισπανοεβραίος καβαλιστής. Υπήρξε φύση ανήσυχη και τυχοδιωκτική. Σπούδασε όλες τις γνωστές επιστήμες της εποχής του και μελέτησε ιδιαίτερα το Ταλμούδ (την ιουδαϊκή παράδοση της Βίβλου) και τη φιλοσοφία του Μαϊμονίδη … Dictionary of Greek
Αλκάβιτς, Σαλομόν μπεν Μοσέ Αλεβί — (; – Σαφέντ 1580). Εβραίος ποιητής και διάσημος καβαλιστής του 16ου αι., μαθητής του Ρ. Ιωσήφ Ταϊτατσάκ. Έζησε στη Θεσσαλονίκη, στην Αδριανούπολη και στο Σαφέδ, όπου και πέθανε. Ως ποιητής διακρίθηκε για τις λειτουργικές ψαλμωδίες του. Μία από… … Dictionary of Greek